ΤΟΤΕ ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ... ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΠΟΥ ΝΑ ΧΑΡΙΣΟΥΝ ΕΣΤΩ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΤΟΥΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΣΕΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΤΣΟΛΙΑΔΩΝ;
Συνειδητοποιημένοι συμπολίτες συνεργαζόμενοι και με αντίστοιχους ιδεολόγους γειτονικών συνοικισμών και Δήμων, που πρώτοι απ’ όλους εργάστηκαν κατά του καθεστώτος Μεταξά, εντάχθηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών στη χώρα, στην εθνική αντίσταση, ειδικά μετά την επίσημη ιδρυτική διακήρυξη του Ε.Α.Μ. στις 27 Σεπτεμβρίου 1941.Έτσι μέσα στα πλαίσια της οργανωτικής διάρθρωσης του Ε.Α.Μ. Πειραιά, ένας τομέας του οποίου ήταν τα Ταμπούρια με τις συνοικίες Δραπετσώνα, Λιπάσματα, Αη Γιώργης, Ευγένεια, Αγ. Σοφία, αναπτύχθηκε τεράστια αντιστασιακή δραστηριότητα. Ειδικότερα στο Δήμο μας, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, διετέλεσαν κατά διαστήματα γραμματείς ο Αλέκος Κακουλίδης, ο Βαγγέλης Αργυρόπουλος και ο Νίκανδρος Κεπέσης, ενώ υπεύθυνος της περιοχής ήταν ο Παν. Λαμπρινάκος και ο Χαρ. Τσιρίδης. Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή πολλών μελών του εκδρομικού σωματείου ΦΟΙΝΙΞ. Όταν στις 16 Φεβρουαρίου ιδρύθηκε ο Ε.Λ.Α.Σ. η αντίσταση προχώρησε έμπρακτα, χάρη στις εφεδρικές του δυνάμεις που δρούσαν στις συνοικίες πλαισιωμένες μάλιστα και από μέλη της ΕΠΟΝ. Μια ομάδα ανέλαβε να σαμποτάρει πλοία που είχαν ενταχθεί στην υπηρεσία των Γερμανών, όπως στην περίπτωση του Μιχ. Μονέδα που έκαψε το πλοίο “Αγ. Τριάδα” και κάποιον άλλων που μαζί με τον Σταύρο Λιλόγλου αφαίρεσαν το καραβόσκοινο από το γερμανικό φορτηγό “Μαρία Μέρσυ” που βρισκόταν στο Κερατσίνι και για το οποίο οι Γερμανοί στις 15 Μαϊου 1942 ανάγκασαν τον Δήμαρχο να καταβάλλει το ποσό των 36.500 δρχ. ως αντίτιμο (Πρακτ. Δ.Σ., 1941-43, 117). Mια άλλη ομάδα έχοντας επικεφαλής τον Βασίλη Καψάλη (καπετάν Βυτινιώτης ή Μπομποτάς) ανέλαβε τη φυγάδευση Ιταλών αντιφασιστών και τη συγκέντρωση όπλων, ενώ μια τρίτη προέβαινε σε σαμποτάζ κατά εργοστασίων, όπως στην περίπτωση του Π. Λουρμπέα και του εργοστασίου Σταυριανού στη διασταύρωση Κερατσινίου – Ν. Ικονίου. Άλλοι πάλι είχαν αναλάβει τη διαφώτιση του λαού με συνθήματα, χωνιά, προκηρύξεις, ενημέρωση, κινητοποίηση. Αυτή η δραστηριότητα όπως ήταν επόμενο ενόχλησε το κατεστημένο που κατευθυνόταν κυρίως από την αγγλική πολιτική και τα ζωτικά συμφέροντα της Αγγλίας στην χώρα μας. Προκειμένου να κτυπηθούν αυτοί οι πυρήνες, βομβαρδίστηκε ο Πειραιάς και η Δραπετσώνα στις 11 Ιανουαρίου 1944 με ανυπολόγιστες ζημιές και θύματα. Ακολούθησε το μπλόκο της Κοκκινιάς, η πυρπόληση των Αρμένικων και της Νεάπολης, οι εκτελέσεις στο Χαϊδάρι και στην Κοκκινιά, οι μαζικές κινητοποιήσεις του λαού στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 και οι εκτεταμένες απεργίες. Τότε οι Γερμανοί συνέλαβαν αρκετούς εργάτες και τους οδηγούσαν στο Πέραμα. Ο ΕΛΑΣ Κερατσινίου – Ταμπουρίων τους επιτέθηκε κοντά στο καφενείο του Τρίμπαλη και τους ελευθέρωσε, αλλά συνελήφθησαν ο Σ. Αξιώτης και ο Βεν. Πασσαλής και εκτελέστηκαν στην οδό Θεοφράστου και Μαρίας Κιουρί. Την ίδια τύχη είχαν και οι Χρήστος Αγαλιώτης, Φραγκόπουλος και Σ. Καλαμπόκας που συνελήφθησαν κατά την εξουδετέρωση των υπονομεύσεων τις οποίες είχαν ετοιμάσει οι Γερμανοί προκειμένου ν’ ανατινάξουν εργοστάσια κοινής ωφέλειας, λιμενικές εγκαταστάσεις και σιδηροδρομικούς σταθμούς.Στο Κερατσίνι άφησε την τελευταία του πνοή και ο Ελασίτης του τομέα Αμφιάλης Κ. Φωτάκης που πολέμησε στις 16 Αυγούστου τους Γερμανούς στη σημερινή στάση “Νερό”.
Στο Κερατσίνι οι μαχητές του ΕΛΑΣ παρέμεναν σε ετοιμότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Γερμανοί αποχωρώντας είχαν την εντολή να καταστρέψουν όλες τις μεγάλες – και όχι μόνο- βιομηχανικές μονάδες σε όλο το μήκος της βιομηχανικής ζώνης, καθώς και τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Ήδη από το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ο Πειραιάς, ο οποίος ήταν από άκρη σε άκρη υπονομευμένος, συνταράχτηκε από τις απανωτές εκρήξεις των ανατινάξεων των κτηρίων του Τελωνείου, του Λιμεναρχείου, των εγκαταστάσεων του ΟΛΠ κ.ά., ενώ οι μαχητές του ΕΛΑΣ έδιναν σκληρές μάχες με τους αποχωρούντες Γερμανούς.
Το 4ο Τάγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ με διοικητή το Μιλτο Αλικάκο ανέθεσε σε τρεις Κερατσινιώτες, στους Χρ. Αγαλιώτη, Βαγγέλη Φραγκόπουλο και Σωτήρη Καλαμπόκη, να εξουδετερώσουν τους μηχανισμούς ανατίναξης- κόβοντας τα καλώδια- των ΣΕΚ και ΣΠΑΠ μεταξύ Λεύκας, Κοκκινιάς και Καμινίων. Η ίδια ομάδα, ενισχυμένη με το Γιώργο Βρεττάκο, τον Αντώνη Καβαλιεράτο και τον πειραιώτη ηλεκτρολόγο Στράτο Καρακεχαγιά, ματαίωσε και την ανατίναξη των περισσοτέρων κτηρίων του εργοστασίου ΚΟΠΗ. Δυστυχώς τρεις από αυτούς, οι Φραγκόπουλος, Καλαμπόκης και Αγαλιώτης, έπεσαν πάνω σε γερμανική περίπολο που τους εκτέλεσε.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου η γερμανική φρουρά του εργοστασίου της «Ηλεκτρικής», η οποία αποτελείτο από σαράντα άνδρες, είχε απομονώσει όλους τους εργαζομένους της προηγούμενης βάρδιας (περίπου 300 άτομα) στους θαλάμους και είχε υπονομεύσει με καλωδιώσεις ανατίναξης τις τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών που υπήρχαν στο εργοστάσιο δύο-τρεις μήνες πριν, τοποθετημένα κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής. Την ίδια στιγμή έξω από το εργοστάσιο μια ομάδα Γερμανών συνέλαβε μερικούς μαχητές του ΕΛΑΣ και τους οδήγησε μέσα, μαζί με τους εγκλωβισμένους εργάτες. Δύο ηλεκτροτεχνίτες που ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, ο Γεώργιος Σταματόπουλος και ο Θωμάς Κανελλόπουλος, κατάφεραν να ειδοποιήσουν τον Αλέκο Βαρυτιμήδη, διοικητή του 1ου τάγματος του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν δυνάμεις του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από την «Ηλεκτρική». Επικοινώνησαν με το Νίκανδρο Κεπέση, καπετάνιο του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος, και το διοικητή Σωτήρη Κύβελο, και ζήτησαν οδηγίες. Ο Βαρυτιμίδης άρχισε διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζόμενης στο εργοστάσιο με το διοικητή της φρουράς, εγγυώμενος την ασφαλή αποχώρηση των Γερμανών, εφόσον δεν ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και εφόσον βέβαια απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους. Και ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών ποδηλατιστών, προερχόμενων από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ –που μόλις είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ- οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν από την οδό Αναπαύσεως προς την «Ηλεκτρική». Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η συμπλοκή γενικεύτηκε. Οι ποδηλατιστές καθηλώθηκαν, και προκειμένου να λήξει το περιστατικό και να διασώσουν τους συμπολεμιστές τους, οι άνδρες της γερμανικής φρουράς αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τους όρους του ΕΛΑΣ και να ελευθερώσουν τους εργαζόμενους, ώστε να αποχωρήσουν οι ίδιοι με ασφάλεια.
Λίγο πριν φύγουν, παρά τη συμφωνία, προσπάθησαν να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά. Στο μεσοδιάστημα, ωστόσο, οι απελευθερωμένοι εργάτες είχαν φροντίσει να κόψουν τις καλωδιώσεις. Τελικά, η γερμανική φρουρά αποχώρησε δια θαλάσσης αργά το απόγευμα, αφού προηγουμένως προέβη σε κάποιες καταστροφές μικρής έκτασης για την τιμή των όπλων.
Παρ’ όλα αυτά επειδή υπήρχε ο φόβος να επιστρέψουν οι Γερμανοί και να προσπαθήσουν να ανατινάξουν το εργοστάσιο, και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις του εχθρού δρούσαν ακόμη στην περιοχή του Περάματος, αποφασίστηκε οι αντιστασιακές ομάδες να τεθούν σε επιφυλακή.
Τα μεσάνυχτα επισκέφθηκαν την έδρα του 1ου τάγματος στο 1ο δημοτικό σχολείο ο διοικητής του συντάγματος Σωτήρης Κύβελος και ο καπετάνιος Νίκανδρος Κεπέσης, προκειμένου να σχηματίσουν προσωπική γνώμη και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης, σε περίπτωση που θα εμφανίζονταν γερμανικές δυνάμεις.
Αποφασίστηκε μια διμοιρία 10-15 ανδρών με επικεφαλής τον Αντώνη Καλαποθάκο, γραμματέα της εργοστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ, να ενισχύσει τους ένοπλους εργαζομένους που βρίσκονταν μέσα στην «Ηλεκτρική». Μεταξύ αυτών ήταν ο Χρήστος Φερούσης, ο Αριστείδης Αραγιάννης και ο Μανώλης Καββαδάρης. Η δύναμη πυρός αυτής της ομάδας ήταν εννέα ιταλικά τυφέκια και ένα οπλοπολυβόλο. Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκαν και οι τέσσερις λόχοι που αποτελούσαν το σύνολο της δύναμης του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Ταμπουρίων. Τη νύχτα της 12ης προς 13η Οκτωβρίου ο 2ος Λόχος της Αμφιάλης υπό τους Βεζυρόπουλο και Κοντογιάννη διανυκτέρευσε στον 'Αγιο Γεώργιο. Ο 1ος Λόχος με επικεφαλής τους Αντύπα και Λαγωνίκα, τοποθετήθηκε κοντά στο λιμάνι, στα αριστερά της σημερινής οδού Δημοκρατίας.
Ο 3ος Λόχος της Ευγένειας υπό τον Ιωακειμίδη, ακροβολίστηκε κατά μήκος του συνοικισμού, έχοντας μέτωπο προς το εργοστάσιο. Τέλος, ο 4ος Λόχος του Αγίου Δημητρίου με τον Κατσιγιαδάκο και τον Σπύρου παρέμεινε εφεδρικός από την Πέτρου Ράλλη μέχρι τον 'Αγιο Διονύσιο.
Τα χαράματα της 13ης Οκτωβρίου η περιοχή συγκλονίστηκε από τη δυνατή έκρηξη που προκλήθηκε από την ανατίναξη των εγκαταστάσεων της Shell στο Πέραμα. Αμέσως εκδηλώθηκε γενική κινητοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι έστησαν πρόχειρα οδοφράγματα αποκλείοντας την περιοχή, ενώ το 2ο τάγμα του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς τοποθετήθηκε στο νεκροταφείο, προκειμένου να εμποδίσει πιθανές μετακινήσεις άλλων γερμανικών δυνάμεων.
Στις 6.45 εμφανίστηκε το γερμανικό απόσπασμα που είχε ανατινάξει τη Shell και το οποίο είχε λάβει τη διαταγή να καταστρέψει τα εργοστάσια του Αγίου Γεωργίου και του Νέου Φαλήρου, όπως ομολόγησε αργότερα ο επικεφαλής Γερμανός Χανς Λίντερμαν που συνελήφθη αιχμάλωτος. Το απόσπασμα ανήκε στο ειδικό επί των ανατινάξεων τμήμα του Μηχανικού των Es Es . Αποτελείτο από 56 άνδρες βαριά οπλισμένους με αυτόματα και τέσσερα μηχανοκίνητα πολυβόλα. Επέβαιναν σε δύο αυτοκίνητα που τα ακολουθούσαν τρία φορτηγά με πυρομαχικά, ενώ της φάλαγγας προηγούνταν μοτοσυκλετιστές. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, καθώς έφτασαν στο γεφυράκι, το οποίο ήταν εν μέρει καλυμμένο, έχασαν την οπτική τους επαφή με το εργοστάσιο και ζήτησαν πληροφορίες από έναν περαστικό ηλικιωμένο άνδρα. Εκείνος τους έδειξε προς την περιοχή της Ευγένειας, όπου βέβαια βρίσκονταν οι ακροβολισμένοι ελασίτες του 3ου Λόχου. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν, όπως γρήγορα αντίκρισαν την τεράστια καμινάδα της «Ηλεκτρικής». Αντιλαμβανόμενοι την απάτη, γύρισαν πίσω προς τη σωστή κατεύθυνση, συνάντησαν εκ νέου τον γέροντα και τον εκτέλεσαν.
Μόλις η πομπή φάνηκε από μακριά, ο δωδεκάχρονος Ευάγγελος Τσοβαρδέλης είδε τους μοτοσυκλετιστές και έσπευσε να ειδοποιήσει τον ΕΛΑΣ. Το σχέδιο της Διοίκησης, το οποίο είχε επεξεργαστεί ο Νίκανδρος Κεπέσης, βασιζόταν σε μια σύσταση εκ του συστάδην, αφήνοντας τους Γερμανούς να πλησιάσουν όσο γινόταν περισσότερο, επιτρέποντάς τους ακόμη και να παραβιάσουν την πύλη ή να αναρριχηθούν στο μαντρότοιχο, καθώς μια μάχη εκ παρατάξεως δεν ήταν εφικτή, λόγω του ελαφρού τους οπλισμού και της έλλειψης σχετικής στρατιωτικής εμπειρίας.
Πράγματι, μόλις οι Γερμανοί πλησίασαν την πύλη του εργοστασίου, ο σκοπευτής Χρήστος Φερούσης πυροβόλησε μέσα από το εργοστάσιο τον οδηγό του πρώτου οχήματος, υποχρεώνοντας τη φάλαγγα να ακινητοποιηθεί κοντά στο γεφυράκι. Αμέσως μια χειροβομβίδα ανατίναξε ένα από τα γερμανικά οχήματα. Αιφνιδιασμένοι οι Γερμανοί δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από μια απόσταση περίπου εξήντα – εκατό μέτρων, που προερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις. Πανικόβλητοι προσπάθησαν ενστικτωδώς να καλυφθούν κάτω από τα οχήματα και να αμυνθούν με παρατεταμένες βολές κατά ριπάς. Όμως παρέμεναν ουσιαστικά εγκλωβισμένοι στον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι λόχοι του ΕΛΑΣ και η ομάδα του Καλαποθάκου, η οποία έβαλλε από το εργοστάσιο. Οι Γερμανοί έριχναν συνεχώς φωτοβολίδες ζητώντας απεγνωσμένα ενισχύσεις, καθώς ο κλοιός γύρω τους στένευε, ενώ οι άνδρες του ΕΛΑΣ τους καλούσαν με τηλεβοες να παραδοθούν. Ο διοικητής του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Πέτρος Ευσταθόπουλος ή Νώντας έδωσε τότε διαταγή γενικής εφόδου.
Aρχισε έτσι η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, του οποίου ο υποτυπώδης οπλισμός αποτελείτο από λίγα ταλαιπωρημένα και αναξιόπιστα ιταλικά όπλα, μερικά περίστροφα και αρκετές χειροβομβίδες, στις οποίες ουσιαστικά στήριξαν όλητην επιχείρηση.
Οι Γερμανοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, γεγονός που ανάγκασε τον Βαρυτιμίδη και το Μωυσιάδη να ζητήσουν ενισχύσεις από τις εφεδρικές δυνάμεις της Κοκκινιάς. Πράγματι, ο κομματικός υπεύθυνος του Κερατσινίου Μίχος, μετά από συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπεύθυνο της Κοκκινιάς, Παράσχο, επιβιβάστηκαν σε τρεις πυροσβεστικές αντλίες και έσπευσαν στον τόπο της συμπλοκής.
Έπειτα από σκληρή μάχη που διήρκεσε περισσότερο από τρεις ώρες, άρχισε η σταδιακή παράδοση των Γερμανών, οι οποίοι ήδη μετρούσαν εννέα νεκρούς και δεκαέξι τραυματίες. Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να υψώνουν λευκά μαντίλια , αφού προηγουμένως είχαν ρίξει και την τελευταία τους σφαίρα. Είκοσι περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ αυτών και ο επικεφαλής τους Λίντερμαν.
Το εργοστάσιο της «Ηλεκτρικής», μια σημαντική ενεργειακή μονάδα της χώρας που τροφοδοτούσε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, είχε διασωθεί. Επιπλέον, η εξουδετέρωση του αποσπάσματος ανατινάξεων των Ες Ες απέτρεψε τεράστιες καταστροφές σε εγκαταστάσεις υποδομής, καθοριστικές για την οικονομία της Ελλάδας.
Στο πεδίο της τιμής, όμως, 11 πατριώτες είχαν σκοτωθεί και άλλοι 8 ήταν τραυματίες. Την ημέρα που ολόκληρη η Ελλάδα πανηγύριζε, το ηρωικό Κερατσίνι κήδευε τους νεκρούς της μάχης της «Ηλεκτρικής» στον περίβολο του εργοστασίου, υπό την επιβλητική παρουσία ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Πένθος από τη μια και χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από την άλλη, να καλούν τον κόσμο στη μεγαλειώδη παρέλαση της Νίκης που γίνεται υπό ασταμάτητη βροχή. Το σύνθημα που κυριαρχούσε παντού ήταν «ΕΛΑΣ – Λαοκρατία».
Το 4ο Τάγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ με διοικητή το Μιλτο Αλικάκο ανέθεσε σε τρεις Κερατσινιώτες, στους Χρ. Αγαλιώτη, Βαγγέλη Φραγκόπουλο και Σωτήρη Καλαμπόκη, να εξουδετερώσουν τους μηχανισμούς ανατίναξης- κόβοντας τα καλώδια- των ΣΕΚ και ΣΠΑΠ μεταξύ Λεύκας, Κοκκινιάς και Καμινίων. Η ίδια ομάδα, ενισχυμένη με το Γιώργο Βρεττάκο, τον Αντώνη Καβαλιεράτο και τον πειραιώτη ηλεκτρολόγο Στράτο Καρακεχαγιά, ματαίωσε και την ανατίναξη των περισσοτέρων κτηρίων του εργοστασίου ΚΟΠΗ. Δυστυχώς τρεις από αυτούς, οι Φραγκόπουλος, Καλαμπόκης και Αγαλιώτης, έπεσαν πάνω σε γερμανική περίπολο που τους εκτέλεσε.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου η γερμανική φρουρά του εργοστασίου της «Ηλεκτρικής», η οποία αποτελείτο από σαράντα άνδρες, είχε απομονώσει όλους τους εργαζομένους της προηγούμενης βάρδιας (περίπου 300 άτομα) στους θαλάμους και είχε υπονομεύσει με καλωδιώσεις ανατίναξης τις τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών που υπήρχαν στο εργοστάσιο δύο-τρεις μήνες πριν, τοποθετημένα κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής. Την ίδια στιγμή έξω από το εργοστάσιο μια ομάδα Γερμανών συνέλαβε μερικούς μαχητές του ΕΛΑΣ και τους οδήγησε μέσα, μαζί με τους εγκλωβισμένους εργάτες. Δύο ηλεκτροτεχνίτες που ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, ο Γεώργιος Σταματόπουλος και ο Θωμάς Κανελλόπουλος, κατάφεραν να ειδοποιήσουν τον Αλέκο Βαρυτιμήδη, διοικητή του 1ου τάγματος του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν δυνάμεις του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από την «Ηλεκτρική». Επικοινώνησαν με το Νίκανδρο Κεπέση, καπετάνιο του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος, και το διοικητή Σωτήρη Κύβελο, και ζήτησαν οδηγίες. Ο Βαρυτιμίδης άρχισε διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζόμενης στο εργοστάσιο με το διοικητή της φρουράς, εγγυώμενος την ασφαλή αποχώρηση των Γερμανών, εφόσον δεν ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και εφόσον βέβαια απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους. Και ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών ποδηλατιστών, προερχόμενων από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ –που μόλις είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ- οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν από την οδό Αναπαύσεως προς την «Ηλεκτρική». Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η συμπλοκή γενικεύτηκε. Οι ποδηλατιστές καθηλώθηκαν, και προκειμένου να λήξει το περιστατικό και να διασώσουν τους συμπολεμιστές τους, οι άνδρες της γερμανικής φρουράς αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τους όρους του ΕΛΑΣ και να ελευθερώσουν τους εργαζόμενους, ώστε να αποχωρήσουν οι ίδιοι με ασφάλεια.
Λίγο πριν φύγουν, παρά τη συμφωνία, προσπάθησαν να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά. Στο μεσοδιάστημα, ωστόσο, οι απελευθερωμένοι εργάτες είχαν φροντίσει να κόψουν τις καλωδιώσεις. Τελικά, η γερμανική φρουρά αποχώρησε δια θαλάσσης αργά το απόγευμα, αφού προηγουμένως προέβη σε κάποιες καταστροφές μικρής έκτασης για την τιμή των όπλων.
Παρ’ όλα αυτά επειδή υπήρχε ο φόβος να επιστρέψουν οι Γερμανοί και να προσπαθήσουν να ανατινάξουν το εργοστάσιο, και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις του εχθρού δρούσαν ακόμη στην περιοχή του Περάματος, αποφασίστηκε οι αντιστασιακές ομάδες να τεθούν σε επιφυλακή.
Τα μεσάνυχτα επισκέφθηκαν την έδρα του 1ου τάγματος στο 1ο δημοτικό σχολείο ο διοικητής του συντάγματος Σωτήρης Κύβελος και ο καπετάνιος Νίκανδρος Κεπέσης, προκειμένου να σχηματίσουν προσωπική γνώμη και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης, σε περίπτωση που θα εμφανίζονταν γερμανικές δυνάμεις.
Αποφασίστηκε μια διμοιρία 10-15 ανδρών με επικεφαλής τον Αντώνη Καλαποθάκο, γραμματέα της εργοστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ, να ενισχύσει τους ένοπλους εργαζομένους που βρίσκονταν μέσα στην «Ηλεκτρική». Μεταξύ αυτών ήταν ο Χρήστος Φερούσης, ο Αριστείδης Αραγιάννης και ο Μανώλης Καββαδάρης. Η δύναμη πυρός αυτής της ομάδας ήταν εννέα ιταλικά τυφέκια και ένα οπλοπολυβόλο. Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκαν και οι τέσσερις λόχοι που αποτελούσαν το σύνολο της δύναμης του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Ταμπουρίων. Τη νύχτα της 12ης προς 13η Οκτωβρίου ο 2ος Λόχος της Αμφιάλης υπό τους Βεζυρόπουλο και Κοντογιάννη διανυκτέρευσε στον 'Αγιο Γεώργιο. Ο 1ος Λόχος με επικεφαλής τους Αντύπα και Λαγωνίκα, τοποθετήθηκε κοντά στο λιμάνι, στα αριστερά της σημερινής οδού Δημοκρατίας.
Ο 3ος Λόχος της Ευγένειας υπό τον Ιωακειμίδη, ακροβολίστηκε κατά μήκος του συνοικισμού, έχοντας μέτωπο προς το εργοστάσιο. Τέλος, ο 4ος Λόχος του Αγίου Δημητρίου με τον Κατσιγιαδάκο και τον Σπύρου παρέμεινε εφεδρικός από την Πέτρου Ράλλη μέχρι τον 'Αγιο Διονύσιο.
Τα χαράματα της 13ης Οκτωβρίου η περιοχή συγκλονίστηκε από τη δυνατή έκρηξη που προκλήθηκε από την ανατίναξη των εγκαταστάσεων της Shell στο Πέραμα. Αμέσως εκδηλώθηκε γενική κινητοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι έστησαν πρόχειρα οδοφράγματα αποκλείοντας την περιοχή, ενώ το 2ο τάγμα του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς τοποθετήθηκε στο νεκροταφείο, προκειμένου να εμποδίσει πιθανές μετακινήσεις άλλων γερμανικών δυνάμεων.
Στις 6.45 εμφανίστηκε το γερμανικό απόσπασμα που είχε ανατινάξει τη Shell και το οποίο είχε λάβει τη διαταγή να καταστρέψει τα εργοστάσια του Αγίου Γεωργίου και του Νέου Φαλήρου, όπως ομολόγησε αργότερα ο επικεφαλής Γερμανός Χανς Λίντερμαν που συνελήφθη αιχμάλωτος. Το απόσπασμα ανήκε στο ειδικό επί των ανατινάξεων τμήμα του Μηχανικού των Es Es . Αποτελείτο από 56 άνδρες βαριά οπλισμένους με αυτόματα και τέσσερα μηχανοκίνητα πολυβόλα. Επέβαιναν σε δύο αυτοκίνητα που τα ακολουθούσαν τρία φορτηγά με πυρομαχικά, ενώ της φάλαγγας προηγούνταν μοτοσυκλετιστές. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, καθώς έφτασαν στο γεφυράκι, το οποίο ήταν εν μέρει καλυμμένο, έχασαν την οπτική τους επαφή με το εργοστάσιο και ζήτησαν πληροφορίες από έναν περαστικό ηλικιωμένο άνδρα. Εκείνος τους έδειξε προς την περιοχή της Ευγένειας, όπου βέβαια βρίσκονταν οι ακροβολισμένοι ελασίτες του 3ου Λόχου. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν, όπως γρήγορα αντίκρισαν την τεράστια καμινάδα της «Ηλεκτρικής». Αντιλαμβανόμενοι την απάτη, γύρισαν πίσω προς τη σωστή κατεύθυνση, συνάντησαν εκ νέου τον γέροντα και τον εκτέλεσαν.
Μόλις η πομπή φάνηκε από μακριά, ο δωδεκάχρονος Ευάγγελος Τσοβαρδέλης είδε τους μοτοσυκλετιστές και έσπευσε να ειδοποιήσει τον ΕΛΑΣ. Το σχέδιο της Διοίκησης, το οποίο είχε επεξεργαστεί ο Νίκανδρος Κεπέσης, βασιζόταν σε μια σύσταση εκ του συστάδην, αφήνοντας τους Γερμανούς να πλησιάσουν όσο γινόταν περισσότερο, επιτρέποντάς τους ακόμη και να παραβιάσουν την πύλη ή να αναρριχηθούν στο μαντρότοιχο, καθώς μια μάχη εκ παρατάξεως δεν ήταν εφικτή, λόγω του ελαφρού τους οπλισμού και της έλλειψης σχετικής στρατιωτικής εμπειρίας.
Πράγματι, μόλις οι Γερμανοί πλησίασαν την πύλη του εργοστασίου, ο σκοπευτής Χρήστος Φερούσης πυροβόλησε μέσα από το εργοστάσιο τον οδηγό του πρώτου οχήματος, υποχρεώνοντας τη φάλαγγα να ακινητοποιηθεί κοντά στο γεφυράκι. Αμέσως μια χειροβομβίδα ανατίναξε ένα από τα γερμανικά οχήματα. Αιφνιδιασμένοι οι Γερμανοί δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από μια απόσταση περίπου εξήντα – εκατό μέτρων, που προερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις. Πανικόβλητοι προσπάθησαν ενστικτωδώς να καλυφθούν κάτω από τα οχήματα και να αμυνθούν με παρατεταμένες βολές κατά ριπάς. Όμως παρέμεναν ουσιαστικά εγκλωβισμένοι στον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι λόχοι του ΕΛΑΣ και η ομάδα του Καλαποθάκου, η οποία έβαλλε από το εργοστάσιο. Οι Γερμανοί έριχναν συνεχώς φωτοβολίδες ζητώντας απεγνωσμένα ενισχύσεις, καθώς ο κλοιός γύρω τους στένευε, ενώ οι άνδρες του ΕΛΑΣ τους καλούσαν με τηλεβοες να παραδοθούν. Ο διοικητής του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Πέτρος Ευσταθόπουλος ή Νώντας έδωσε τότε διαταγή γενικής εφόδου.
Aρχισε έτσι η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, του οποίου ο υποτυπώδης οπλισμός αποτελείτο από λίγα ταλαιπωρημένα και αναξιόπιστα ιταλικά όπλα, μερικά περίστροφα και αρκετές χειροβομβίδες, στις οποίες ουσιαστικά στήριξαν όλητην επιχείρηση.
Οι Γερμανοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, γεγονός που ανάγκασε τον Βαρυτιμίδη και το Μωυσιάδη να ζητήσουν ενισχύσεις από τις εφεδρικές δυνάμεις της Κοκκινιάς. Πράγματι, ο κομματικός υπεύθυνος του Κερατσινίου Μίχος, μετά από συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπεύθυνο της Κοκκινιάς, Παράσχο, επιβιβάστηκαν σε τρεις πυροσβεστικές αντλίες και έσπευσαν στον τόπο της συμπλοκής.
Έπειτα από σκληρή μάχη που διήρκεσε περισσότερο από τρεις ώρες, άρχισε η σταδιακή παράδοση των Γερμανών, οι οποίοι ήδη μετρούσαν εννέα νεκρούς και δεκαέξι τραυματίες. Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να υψώνουν λευκά μαντίλια , αφού προηγουμένως είχαν ρίξει και την τελευταία τους σφαίρα. Είκοσι περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ αυτών και ο επικεφαλής τους Λίντερμαν.
Το εργοστάσιο της «Ηλεκτρικής», μια σημαντική ενεργειακή μονάδα της χώρας που τροφοδοτούσε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, είχε διασωθεί. Επιπλέον, η εξουδετέρωση του αποσπάσματος ανατινάξεων των Ες Ες απέτρεψε τεράστιες καταστροφές σε εγκαταστάσεις υποδομής, καθοριστικές για την οικονομία της Ελλάδας.
Στο πεδίο της τιμής, όμως, 11 πατριώτες είχαν σκοτωθεί και άλλοι 8 ήταν τραυματίες. Την ημέρα που ολόκληρη η Ελλάδα πανηγύριζε, το ηρωικό Κερατσίνι κήδευε τους νεκρούς της μάχης της «Ηλεκτρικής» στον περίβολο του εργοστασίου, υπό την επιβλητική παρουσία ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Πένθος από τη μια και χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από την άλλη, να καλούν τον κόσμο στη μεγαλειώδη παρέλαση της Νίκης που γίνεται υπό ασταμάτητη βροχή. Το σύνθημα που κυριαρχούσε παντού ήταν «ΕΛΑΣ – Λαοκρατία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου